Κωνσταντίνος Πρώιμος
Το πλήθος και τα ΜΜΕ. Η εννοιολογική προσέγγιση της Χρυσούλας Σκεπετζή στη ζωγραφική
Στη διάσημη έκθεση που οργάνωσε ο William Rubin το 1984 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης με θέμα τον πρωτογονισμό ρωτούσε:
Τι συνέβη κατά την εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης που ξαφνικά το 1906-7 έκανε τους καλλιτέχνες δεκτικούς στην τέχνη των φυλών; Χωρίς αμφιβολία υπάρχει παραπάνω από μια σωστή απάντηση αλλά είμαι πεπεισμένος ότι ο πιο σημαντικός λόγος, έχει να κάνει με μια ουσιώδη αλλαγή στη φύση της πιο προωθημένης τέχνης, από τεχνοτροπίες που ήταν βασισμένες στην οπτική αντίληψη σε άλλες που βασίζονταν στην εννοιολόγηση.[1]
Αυτό που ο Rubin καταδεικνύει είναι η αλλαγή έμφασης της μοντέρνας τέχνης από την αντίληψη στην εννοιολόγηση πολύ πριν την καταγεγραμμένη επικράτηση της εννοιολογικής τέχνης κατά τη δεκαετία του 1960. Ως εκ τούτου, αυτή η αλλαγή έμφασης μπορεί να εξηγήσει, σύμφωνα με τον Rubin, τη μορφολογική δομή και άρθρωση τόσο της μοντέρνας όσο και της σύγχρονης τέχνης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η έκθεση του Rubin προκάλεσε σάλο και του ασκήθηκε κριτική για την «αποικιακή» και «πατερναλιστική» έννοια της μοντερνικότητας που βρέθηκε με συμπτώματα Ευρωποκεντρικής προκατάληψης, σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Hal Foster.[2] Το επιχείρημα του Rubin εξακολουθεί ωστόσο να είναι ενδιαφέρον διότι όπως ο Ernst Gombrich επισημαίνει: «Η ζωγραφική του εικοστού αιώνα περιλαμβάνει μια αντίδραση ενάντια στην επιτήδευση των επιτυχημένων δεξιοτεχνών.»[3] Η κυριολεκτική αλήθεια στην αναπαράσταση δεν είναι πλέον το ιδεώδες που επιζητούν οι ζωγράφοι. Αντίθετα στόχος πολλών είναι η καθαρότητα, η συντομία και η απλότητα στη μορφή που ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικά της τέχνης των φυλών, ώστε να δοθεί η κατάλληλη και σωστή έμφαση στην έννοια.
Αυτή είναι η περίπτωση της ζωγραφικής της Χρυσούλας Σκεπετζή: στα λάδια σε καμβά που κάνει στα οποία χρησιμοποιεί και αποκόμματα από εφημερίδες, η έμφαση δίνεται στην έννοια και στην ιδέα, συχνά εις βάρος της μορφής. Η Σκεπετζή ζωγραφίζει το ανώνυμο πλήθος στο δρόμο, στο μετρό, στο μουσείο και σε μια σειρά από δημόσιους χώρους. Η ζωγράφος ζωγραφίζει από απόσταση τα υποκείμενά της και κανένα πρόσωπο δεν ξεχωρίζει για οποιοδήποτε λόγο. Τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων της Σκεπετζή χάνονται είτε εξαιτίας της απόστασης που επιλέγει η ζωγράφος να τους ζωγραφίσει, είτε εξαιτίας των ασυνήθιστων οπτικών γωνιών που επιλέγει να τους προσεγγίσει. Σε περιπτώσεις που έχουμε μετωπικές όψεις των υποκειμένων, τα πρόσωπά τους είναι σβησμένα, όπως στο έργο Στάση στο χρόνο, όπως στο μουσικό με τη θήκη βιολιού στο έργο Στο δρόμο Ι ή τη μεσήλικη κυρία με την ροζ τσάντα στο έργο Διαβάτες IV. Τα υποκείμενα των πινάκων της Σκεπετζή φαίνεται να μην έχουν συνείδηση της παρουσίας της ζωγράφου: τα παρατηρεί λαθραία και ενώ η ίδια μένει απαρατήρητη. Γι αυτό πολύ συχνά οι άνθρωποι της Σκεπετζή έχουν την πλάτη τους στη ζωγράφο και στο θεατή. Οι άνθρωποι της Σκεπετζή συλλαμβάνονται κατά τη ρέουσα στιγμή καθώς πηγαίνουν στη δουλειά τους ή διευθετούν τις υποχρεώσεις τους, καθώς παίρνουν το τρένο ή επισκέπτονται το μουσείο. Καμία επαφή ή επικοινωνία δεν υπονοείται ανάμεσά τους. ,
Είναι σα να αποφεύγει η ζωγράφος να συγχρωτιστεί με τα μοντέλα της έτσι ώστε να παραμείνει όσο γίνεται αποστασιοποιημένη και να αποφύγει την οποιαδήποτε συναισθηματική σύνδεση μαζί τους. Το ανθρώπινο σμήνος που τόσο συνάρπαζε τον Charles Baudelaire είναι το αντικείμενο της ζωγραφικής της Σκεπετζή.[4] Το πλήθος ζωγραφίζεται με αδρά περιγράμματα, όχι πάντα με προσοχή στην παρουσία και λειτουργία των μυών ή του ανθρώπινου σκελετού, με ένα είδος σχεδίασης στην οποία η δεξιοτεχνία φαίνεται σκόπιμα να μένει στο περιθώριο των καλλιτεχνικών αξιών. Η ανάλυση του περίφημου έργου του Henri Matisse Η χαρά της ζωής από τον Leo Steinberg υποδεικνύει ακριβώς την ίδια εγκατάλειψη «της στέρεης σχεδίασης»:
Ο Matisse πρέπει να ένιωσε ότι το καλό σχέδιο με την παραδοσιακή σημασία του όρου, δηλαδή η γραμμή και ο τόνος που ορίζουν μια στέρεη μορφή ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα με δεδομένη τοποθέτηση στο χώρο- αυτό το σχέδιο θα έτεινε να παγιδεύσει και να συλλάβει το μάτι, να το σταθεροποιήσει στη συγκέντρωση της πυκνότητας, στρέφοντας την προσοχή στα ίδια τα στερεά∙ και αυτό δεν ήταν το είδος της οπτικής που ο Matisse επιθυμούσε να φέρει στις εικόνες του.[5]
Η πρωτόγονη κωδικοποίηση χαρακτήρων και τοπίων κυριαρχεί στη ζωγραφική σκηνή από το 1980 τόσο σε τάσεις νεοξπρεσιονιστικές τάσεις όσο και σε εννοιολογικές.[6] Η κωδικοποίηση αυτή παρούσα στον A. R. Penck και στον Mimmo Paladino, επιτρέπει στην έννοια να αναδυθεί ως κυρίαρχη λειτουργία της ζωγραφικής. Η Σκεπετζή ακυρώνει τη συναισθηματική αντίδραση στη δουλειά της με τον τρόπο των φωτορεαλιστών Richard Estes και Chuck Close[7] και σε ορισμένες περιπτώσεις αφαιρεί από τις εικόνες της κάθε αίσθηση βάθους ή περιβάλλοντος που θα μπορούσε να προσανατολίσει τον θεατή, τοποθετώντας τα πλήθη της σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία στο χώρο. Αντίθετα λιώνει τα στερεά σώματα των υποκειμένων της, κρύβει τη σωματικότητά τους πίσω από ρούχα και υποβαθμίζει τη γραμμή, τον τόνο και το περιβάλλον, αντικαθιστώντας το τελευταίο με εφημερίδες που κολλά πάνω στον καμβά, κάνοντας τη γραπτή επιφάνεια της εφημερίδας τη σκηνή πάνω στην οποία κινούνται τα υποκείμενά της.
Η χρήση της εφημερίδας στη ζωγραφική της Σκεπετζή δε στοχεύει να δηλώσει ένα σήμα χωρίς ανάφορα όπως στο κολάζ του Pablo Picasso .[8] Μάλλον δηλώνει μια κουλτούρα παραθεμάτων και αποσπασμάτων, παράγωγη των μέσων μαζικής επικοινωνίας[9] με βάση την οποία χειραγωγούνται λαοί, κράτη και κοινωνίες. Η σκηνή πάνω στην οποία κινούνται τα υποκείμενα της Σκεπετζή είναι εικονική και όχι πραγματική αλλά ως τέτοια είναι σημαντικότερη της πραγματικότητας διότι καταδεικνύει τις αρχές που κυβερνούν την πραγματικότητα στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα. Η σκηνή αυτή διαμορφώνεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Η ίδια η ζωγράφος διαπιστώνει την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των υποκειμένων της: περπατούν και περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλο δίχως να ανταλλάσσουν βλέμμα παρά το γεγονός ότι οι συνειδήσεις τους είναι όμοια συγκροτημένες ως αποτέλεσμα της επιρροής πάνω τους των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Η επικοινωνία είναι ως εκ τούτου σημαντική παράμετρος της δουλειάς της Σκεπετζή που φανερώνεται εκτός άλλων από τη μικρογλυπτική την οποία επιλέγει να δείξει μαζί με τη ζωγραφική της. Η ζωγράφος τοποθετεί τις ολόλευκες φιγούρες από στόκο σε διάφορες στάσεις πάνω στα μαύρα τετράγωνα μιας σκακιέρας δηλώνοντας ταυτόχρονα σύνδεσμο και ανταγωνισμό. Όλα τα πιόνια είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους με κόκκινη βαμβακερή κλωστή σα να δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι οι τύχες τους συνδέονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που προκαθορίζονται από το πεδίο μάχης πάνω στο οποίο βρίσκονται. Σε αυτή τη δουλειά η Σκεπετζή αποκαλύπτει μια υπαρξιακή πτυχή της προσέγγισής της στην τέχνη που συμπληρώνει το ζωγραφικό της έργο το οποίο είναι πιο ξεκάθαρα κοινωνιολογικό. Η κοινωνιολογία και ο υπαρξισμός είναι οι εννοιολογικές στρατηγικές της Σκεπετζή με τις οποίες στοχάζεται και διερωτάται για το πλήθος, ένα θέμα ιδιαίτερα προσφιλές για τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες τουλάχιστον από το 1850 και μετά. Η καλλιτέχνης προσεγγίζει το πλήθος κάνοντας αναφορά και χρήση σημαντικών κινημάτων και καλλιτεχνών του προηγούμενου αιώνα, χωρίς να θυσιάζει την προσωπική της ματιά.
[1] Αναφέρεται από τον Ernst Gombrich στο The Preference for the Primitive. Episodes in the History of Western Taste and Art, London: Phaidon, 2002, σελ. 201. Βλέπε επίσης William Rubin, Primitivism in Twentieth-Century Art: Affinity of the Tribal and the Modern, exh. cat., New York: Museum of Modern Art, 1984.
[2] Hal Foster, “The “Primitive” Unconscious of Modern Art” October 38, Fall 1985, pp. 45-70.
[3] Gombrich, ο. π., σελ. 203.
[4] Charles Baudelaire, Oeuvres complètes, Paris, Seuil, 1968, σελ. 550-554.
[5] Leo Steinberg, Other Criteria. Confrontations with Twentieth-Century Art, Oxford: Oxford University Press, 1972, σελ. 8.
[6] Katherine Hoffman, Explorations. The Visual Arts since 1945, New York: Harper & Collins, 1991, σελ. 289.
[7] Corinne Robins, The Pluralist Era. American Art, 1968-1981, New York: Harper & Row, 1984, σελ. 164.
[8] Rosalind E. Krauss, The Originality of the Avant-Garde and Other Modernist Myths, Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, 1989, σελ. 32, 33.
[9] Hoffman, ο. π. σελ. 310.
Δημήτρης Νταβέας
Σα να βγήκαν τα… μαχαίρια. Στιλέτα οι μύτες και καρφιά τα τακούνια. Αλλά ήδη η στάση της έξαρσης των γυναικών του Διονύσου τα προαναγγέλλει με την τυπική στάση του σώματός τους. Σαν να φορούν κι αυτές ψηλά τακούνια στις απεικονίσεις τους.
Με την εξέλιξη της χρηματικής οικονομίας εμφανίζονται και τα σανδάλια στα αγάλματα. Από αντικείμενο ανάγκης γίνεται τελικά το παπούτσι πολιτισμικό στοιχείο, συμβολικό και σχεδόν…«λατρευτικό» και θεαματικό αντικείμενο: τα δίχρωμα παπούτσια της cosa nostra, το γοβάκι της Σταχτοπούτας, εκείνο της μαντάμ Ορντάνς δίκην κυπέλλου, γεμάτο σαμπάνια γοβάκι. Από την άλλη οι αρβύλες και κάθε λογής ειδικό παπούτσι των αθλημάτων. Μόνο τα παιδιά και οι αναστενάρηδες δεν νοιάζονται για τα παπούτσια.
Κοιτάζοντας βέβαια τα παπούτσια της Σκεπετζή φτάνουμε σε ειδικά ζητήματα του είδους. Ο απόηχος του φετίχ, λατρευτικού, στοιχείου είναι παρών αλλά με λυρικές πλέον απολήξεις και… με μια συνέπεια ιατροδικαστικής – ανακριτικής μεθόδου. Έτσι τελικά τα παπούτσια της Χρυσούλας ομολογούν πολλά και κρατούν ή σχολιάζουν στιγμές από τη σχέση των φύλων, και εκείνη την ανάγκη της καθαρότητας ή της φθοράς των συναισθημάτων για να προκύψουν γεγονότα με δράστε το θηλυκό και το αρσενικό.
Θάνος Χρήστου
Το έργο της Χρυσούλας Σκεπετζή επιχειρεί και κατορθώνει να συνδυάσει με ευφυή τρόπο υποβλητικότητα του χρώματος και υπαινικτικές αναφορές.
Η ζωγράφος ανιχνεύει μια ολόκληρη σειρά καταστάσεων με μέσο τα υποδήματα και τη θέση τους, τον τρόπο που διατάσσονται και γίνονται ομιλητικά για τις διαθέσεις των κατόχων τους.
Προχωρεί ακόμη περισσότερο στην αποτύπωση συναισθημάτων και ανθρώπινων σχέσεων προσμονή, αδιέξοδο, εγκατάλειψη, αμηχανία.
Καταγράφει έναν ολόκληρο κόσμο χωρίς να καταφεύγει στην απεικόνισή του αλλά στην έμμεση προβολή του, ψυχογραφεί πρόσωπα χωρίς να τα εικονίζει, παρουσιάζει καταστάσεις με ευρηματικότητα, μιλά για τα έμψυχα χρησιμοποιώντας τα άψυχα.
Ελευθερία Δροσάκη
Ο άνθρωπος γεννιέται ξυπόλυτος.
Η σοφή φύση δεν τον προίκισε με παπούτσια όπως τα άλογα και τα βόδια, να τα έχει σ΄ όλο του το βίο να γλιτώνει και κανένα έξοδο καθώς και την ταλαιπωρία από τα στενέματά τους. Του έδωσε όμως την ικανότητα να τα κατασκευάζει μόνος του και να τα εντάσσει μάλιστα και στην εκάστοτε μόδα.
Αυτά τα απαραίτητα εξαρτήματα της αμφίεσής του ανθρώπου μας παρουσιάζει με το έργο της η Χρυσούλα Σκεπετζή με πρωτοτυπία, λυρισμό και ευρηματική ευαισθησία. Αποδίδει πιστά το θέμα της, με όλη την κομψότητα του σχεδίου της που του αρμόζει. Η αλήθεια της με συγκινεί.
Τα παπούτσια που μας εξυπηρετούν σε κάθε φάση της ζωής μας, και μας απομακρύνουν από τον πρωτογονισμό, είναι το θέμα που ενέπνευσε τη Χρυσούλα να εκφράσει με το άψογο σχέδιο της, όλο τον πλούτο των δυνατοτήτων της ελλειπτικής ζωγραφικής, που χρειάζεται τη βοήθεια των συνειρμών και της φαντασίας, για να ολοκληρωθεί η υποβολή της. Όπως στο τρυφερό και πολύ ανθρώπινο έργο της « Μόλις » που αγκαλιάζει διαχρονικά την πιο θεϊκιά περιπέτεια της ζωής του ανθρώπου, χωρίς να στερείται και του χιούμορ που διαπνέει όλο της το έργο.
Ένα άλλο της έργο με τον τίτλο « Μπορεί » οδηγεί τη σκέψη σε άπειρες δυνατότητες συγκυριών.
Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν εκφραστεί ελλειπτικά υποδηλώνοντας βαθύτερες επιθυμίες τους. Έτσι και η Χρυσούλα έχει βρει έναν τρόπο να χτυπά το κάθε πλήκτρο της φαντασίας μας με θαυμαστά αποτελέσματα που μας δίνουν τη δυνατότητα να χαρούμε τις παπουτσωμένες δημιουργίες της. Η Χρυσούλα έχει εντάξει τα παπούτσια στο χώρο της τέχνης, με την ανάλογη προσοχή που τους αρμόζει.
Κωνσταντίνος Πρώιμος
Ο ασυμβίβαστος ρεαλισμός της Χρυσούλας Σκεπετζή στην υπηρεσία του πένθους
Η Χρυσούλα Σκεπετζή παρουσιάζει στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης μια σειρά από σχέδια τα οποία έχουν ως θέμα έναν ασθενή. Είναι άτιτλα, φτιαγμένα με ανεξίτηλους μαρκαδόρους, πάνω σε φωτογραφικό χαρτί και η ενότητά τους έχει τον τίτλο Ανασκαλεμένη μνήμη ή χωρίς ζάχαρη. Όλα τα σχέδια είναι 110Χ150 εκ., χρονολογίας 2016 και μπορούν να ιδωθούν και από τις δύο πλευρές, καθώς η καλλιτέχνης τα κρεμά, χωρίς κορνίζα, από τις οροφές πέντε, μεγάλων διαστάσεων, κουτιών στα οποία οι θεατές εισέρχονται για να τα περιεργαστούν. Τα πέντε κουτιά τοποθετούνται το ένα δίπλα στo άλλο, με τρόπο που σχηματίζει έναν ελληνικό, ισοσκελή σταυρό.
Τα σχέδια μεταδίδουν μια αίσθηση ασυμβίβαστου ρεαλισμού, εφόσον ο θεατής μπορεί να δει όλες τις μικρές λεπτομέρειες της ρουτίνας ενός, προφανώς, σοβαρά ασθενούς, καθώς, ως επί το πλείστον, κείτεται στο νοσοκομειακό του κρεβάτι. Τα σχέδια με τις εικόνες του ασθενούς σώματος αντιπαραβάλλονται συχνά με αυτά του υγιούς, μια πρακτική που ωστόσο εντείνει την εικόνα της αρρώστιας. Δεν υπάρχει καδράρισμα που να στοχεύει σε μια ενδιαφέρουσα ή αισθητική προσέγγιση στο θέμα, ούτε υφίσταται αφαίρεση οποιασδήποτε μη απαραίτητης λεπτομέρειας. Οι θεατές βρίσκονται ενώπιον μιας αντικειμενικής, σχεδόν φωτογραφικής μαρτυρίας για το βάσανο του πάσχοντος άνδρα, εντός του ψυχρού και ιατρικοποιημένου περιβάλλοντος του νοσοκομειακού δωματίου. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι την ίδια ψυχρή αντικειμενικότητα με την οποία η καλλιτέχνης προσεγγίζει το θέμα, την εφαρμόζει και στην τεχνική της. Παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει η καλλιτέχνης, ο θεατής μπορεί να διαπιστώσει ένα πρότυπο που διαπερνά την πλαστική συγκρότηση της γραμμής το οποίο σταθερά και υπομονετικά επαναλαμβάνεται για να δημιουργηθούν οι σκιές και τα περιγράμματα του σχεδίου, χαρίζοντας στις συνθέσεις μορφοπλαστική ενότητα και συνέπεια. Αυτή η ενότητα και συνέπεια στη σύνθεση, εξαιτίας της γραφής, απαντώνται στα μεταϊμπρεσιονιστικά πειράματα των Georges Seurat και Paul Signac, στο πλαίσιο του πουαντιγισμού ή του διαιρετισμού (divisionisme) που επεδίωξαν μια επιστημονική αντικειμενικότητα στη διατύπωση του θέματος, πολύ πιο αυστηρή από αυτή του ιμπρεσιονισμού.[1] Η μνήμη στην οποία αναφέρεται η Σκεπετζή δεν είναι επιλεκτική. Είναι μια ανασκαλεμένη μνήμη η οποία ωστόσο δεν αντιμετωπίζει το θέμα αξιολογικά αλλά επιχειρεί να εξασφαλίσει την ανάμνησή του μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Επιπλέον αποφεύγει κάθε συναισθηματική ανάμειξη, κάτι το οποίο δηλώνεται άλλωστε και στον τίτλο της έκθεσης με την αναφορά στην έκφραση χωρίς ζάχαρη η οποία μεταφορικά δηλώνει την έλλειψη συναισθηματισμού. Μπορεί αυτή η επιμελής προσπάθεια από πλευράς της δημιουργού να αντικαταστήσει την απουσία του ασθενούς που είναι ο αδελφός της, μέσα από την ευλαβική προσήλωση στη λεπτομέρεια, ακόμα και στην πλέον ασήμαντη, έτσι ώστε να έχει επαρκείς πόρους για να αναβιώσει τέλεια το παρελθόν; Αυτή η υπόθεση εργασίας λειτουργεί και δίνει επιπλέον κλειδιά για να καταλάβει ο θεατής την επιλογή του χώρου στον οποίο η καλλιτέχνης κρεμά τα σχέδιά της. Τα κουτιά που χρησιμοποιεί είναι ελαφρώς ψηλότερα και πλατύτερα από το ανθρώπινο σώμα, δημιουργώντας έτσι κάποιους κλειστοφοβικούς χώρους εντός των οποίων εκτίθενται τα σχέδια. Με τον τρόπο αυτόν, ο χώρος έκθεσης προσομοιάζει την εμπειρία του ασθενούς, παγιδευμένος καθώς είναι στο νοσοκομείο, σε ένα είδος διαλείμματος από την ζωή.
Η Σκεπετζή παράγει σχέδια που αντανακλούν την απώλεια και το πένθος και διαπερνούνται από αυτά. Τα στήνει σε μια ομάδα πέντε κουτιών αντιπαραβάλλοντάς τα με σχέδια του ίδιου ανθρώπου όταν ήταν υγιής. Η ομάδα των κουτιών σχηματίζει έναν ελληνικό σταυρό τις αναφορές του οποίου στην αγωνία του θανάτου δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει. Με τη ρητή αναφορά της στην απώλεια και στο πένθος, η Σκεπετζή ανακαλεί τον πιο διάσημο μύθο σχετικά με τη μνημονική καταγωγή της ζωγραφικής. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, η ζωγραφική ξεκίνησε όταν μια γυναίκα σχεδίασε τη σκιά του αγαπημένου της στον τοίχο για να βρει παρηγοριά για την επικείμενη αναχώρησή του.[2]
[1] John Rewald, Post-impressionism. From van Gogh to Gauguin, rev. ed., London, Secker and Warburg, 1978.
[2] Robert Rosenblum, “The Origin of Painting. A Problem in the Iconography of Romantic Classicism” The Art Bulletin, vol. 39, no 4, Δεκ. 1957, σελ. 279-290.
Καραταράκης Γιώργος
Με αυτόν τον υπαινικτικό και αρκούντως συμβολικό τίτλο, μας σύστησε η Χρυσούλα Σκεπετζη το δημιούργημα της, αποτελούμενο από τσιγαρόκουτες, εφημερίδες, μικρά διάφανα κουτιά και σχέδια με μελάνι.
Η πληθωρική τόσο σε νόημα, όσο και σε όγκο εγκατάσταση, είναι γέννημα της περιόδοτης καραντίνας. Θέματα της ,το ζήτημα της ύπαρξης στη σύγχρονη κοινωνία, η απομόνωση, ο εγκλεισμός, είτε αν αυτός είναι άμεσα επιβαλλόμενος ,είτε όχι.
Τα διάφανα κουτιά, που άλλοτε ανοίγουν καλώντας τον θεατή για αλληλεπίδραση και άλλοτε μένουν κλειστά, κατάλληλα μόνο για ηδονοβλεπτικές περιπλανήσεις, δημιουργούν ιστορίες ελεύθερης ερμηνείας και τοποθέτησης. Μας παραπέμπουν στις οθόνες ή ενδεχομένως σε μικρά διαμερίσματα, κλειστά θωρακισμένα σκηνικά, που προστατεύουν, απομονώνοντας. Ο θεατής ως άλλος James Stewart στον Σιωπηλό Μάρτυρα, του Hitchcock, παρατηρεί, προσλαμβάνει και ερμηνεύει, άλλοτε μηχανικά και άλλοτε κριτικά. Οι εφημερίδες δρουν αινιγματικά δημιουργώντας συνειρμούς προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τον ρόλο τους στις ζωές μας και στη λήψη των αποφάσεων μας.
Τα σχέδια με μελάνι που συνοδεύουν την εγκατάσταση, αντηχούν με τη σειρά τους το ευρύτερο πνεύμα του έργου. Διατηρώντας σε μορφοπλαστικό επίπεδο μία essans ιαπωνικού manga, παρουσιάζουν ανθρώπους σε καθημερινές αστικές ασχολίες. Άνθρωποι καθήμενοι και άνθρωποι όρθιοι με ένα κοινό μοτίβο να επανέρχεται, αυτό του καθοδηγητή, που μιλάει αλλά δεν ακούγεται, που σου δίνει τη δυνατότητα να σηκωθείς, αλλά εσύ παραμένεις αδρανής.
Πιστή στην εννοιολογική τέχνη η κα Σκεπετζή φιλοτέχνησε έργα με πολυεπίπεδα στρώματα σύνταξης, κατανόησης και πρόσληψης. Η αφήγηση αν και καθοδηγείται από το ίδιο το δομικό πλαίσιο των έργων και της μαεστρίας της δημιουργού, δεν επιβάλλεται σε καμία περίπτωση στον θεατή, ούτε προσπαθεί να πείσει για κάτι. Σχεδόν σαν αόρατος μάρτυρας απλώς παρατηρεί, τον αναγνώστη του έργου που με τη σειρά του ξεδιπλώνει τις ιστορίες. Οι σαφείς αναφορές της καλλιτέχνιδας στα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη, στα απομονωτικά αστικά περιβάλλοντα των Edward Hooper και George Tooker, αναδεικνύουν ότι ο εγκλεισμός και η μοναξιά στη σύγχρονη πραγματικότητα δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο της πανδημίας.
H άντληση μορφών-περιεχόμενου από την εννοιολογική τέχνη, καθώς και οι επίκαιροι τους προβληματισμοί, καθιστούν τα έργα της κα Σκεπετζη τόσο καίρια, όσο απαραίτητα. Φανερώνουν μία υποθάλπτουσα ευαισθησία για την σύγχρονη ύπαρξη στα μεγάλα αστικά κέντρα δημιουργούν συνειρμούς, σκέψεις και απορίες εγείροντας ερωτήματά με τις επιδέξιές σιωπές τους.
Αθηνά Σχινά
Ομοιότητες και διαφορές σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο
Το «περιβάλλον» της Χρυσούλας Σκεπετζή θυμίζει μια άτυπη σκακιέρα. Αποτελείται από αναρτώμενα στον τοίχο γλυπτά κι ανάγλυφα μικρών διαστάσεων που αποσπασματικά εικονίζουν αυλαίες με χώρους κι ανθρώπους σε καθημερινές δραστηριότητες, δημιουργώντας ένα σύνολο, που «φωτίζει» ποικίλες κι αινιγματικές επιδιώξεις, δρομολόγια και στοχεύσεις, αδιάγνωστες διαδρομές και παράλληλα επικοινωνιακές ή απομονωτικές κινήσεις ανθρώπων που ζουν «μεταναστεύοντας» από τον ίδιο τους τον εαυτό. Οι ανθρωπότυποι αυτοί βιώνουν ιδιότυπα τις πραγματικότητές τους, ενώ εργάζονται στην ίδια πόλη ή στον περιαστικό της ιστό. Η γλυπτοζωγραφική της Χρυσούλας Σκεπετζή προσφέρει και μια άλλη διάσταση στα συμφραζόμενα, αποκαλύπτοντας, σε μικρή κλίμακα, ανθρώπους που τρέφουν και τρέφονται από την πληροφορία, την έντυπη και ηλεκτρονική παρουσίαση ή την πάσης φύσεως ειδησεογραφία, καθώς αυτά τα μέσα «δημοσιοποίησης» και κατανάλωσης αποτελούν το alter ego της δικαίωσης τους στην ζωή. Τα έργα της αποτελούνται από αποκόμματα εφημερίδων, collages και ποικίλα υλικά δεύτερης χρήσης (objets trouv’es), που διαμορφώνουν πολυεπίπεδα πλέγματα ενός υπό αίρεση – και πιθανή καθαίρεση – κοινωνικού ιστού.